θεο-

θεο-
(AM θεο-)
πρώτο συνθετικό πολλών λέξεων τής ελληνικής που έχουν την έννοια ότι αυτό που δηλώνεται από το δεύτερο συνθετικό γίνεται από τον θεό (ή τους θεούς) ή για χάρη τού θεού ή έχει ως αντικείμενο τον θεό («θεόδμητος», «θεοσεβής», «θεόφρων»)
νεοελλ.
επιτατικό τής έννοιας τού δεύτερου συνθετικού («θεότρελος»).
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. θεο- απαντά συχνά και ως θε-, όταν το β' συνθετικό αρχίζει από φωνήεν, επίσης και ως θεη- για μετρικούς λόγους (αποφυγή δύο αλλεπάλληλων βραχειών συλλαβών, κυρίως στο δακτυλικό μέτρο). Μαρτυρείται ακόμη περιορισμένος αριθμός συνθ. τής αρχ. ελλ. με α' συνθετικό θευ-, που αποτελεί δωρ. τ. τού θεο-. Για τον τ. θεσ- βλ. λ. θεός.Σύνθετα με α' συνθετικό θε-, θεη-, θεο-, θεσ- και θευ- ΣΥΝθ. (Α' συνθετικό θε-) θεάνθρωπος, θεαρχία, θεαρχικός, θεήλατος, θεόπτης, θεοπτία
αρχ.
θεαγγελεύς, θεαγγελίς, θεάγισσα, θεαγός, θεαγωγία, θεαγωγός, θεαίτητος, θεαύγεια, θεαυγής, θεειδής, θεηγορώ, θεηλασία, θεηλατούμαι, θείκελος, θεοίνια, θεοίνιον, θέοινος, θεοπτεία, θεοπτικός, θεόργητος, θέορτος
αρχ.-μσν.
θεηγόρος, θεωνυμίαι, θεωνυμικός, θεώνυμος, θεωνυμώ
μσν.
θεάδελφος, θεάναρχος, θεανδρείκελος, θεανδρία, θεανθρωπότης, θεηγόρημα, θεηγορία, θεηγορικός, θεόλβιος, θεόμιλος, θεόμοιος, θεοπτώ, θεόργιστος, θεοψίη, θεωνυμικώς
μσν.- νεοελλ.
θεανδρικός, θέανδρος, θεανθρωπία, θεανθρωπικός, θεάρεστος
νεοελλ.
θεανθρωπισμός, θεόρατος. (Α' συνθετικό θεη-) αρχ. θεηγενής, θεηδόχος, θεηκολεών, θεηκόλος, θεηκολώ, θεηκόρος, θεημαχία, θεημάχος, θεηπόλος, θεηπολώ, θεητόκος
μσν.
θεήπνους. (Α' συνθετικό θεο-) θεογενεσία, θεογέν(ν)ητος, θεογνωσία, θεογονία, θεοδέγμων, θεόδεκτος, θεοδίδακτος, θεόδμητος, θεόδοτος, θεοδώρητος, θεοειδής, θεόθεν, θεοκάπηλος, θεοκατάρατος, θεοκατασκεύαστος, θεοκέλευστος, θεοκίνητος, θεόκλητος, θεοκρασία, θεοκρατία, θεοκρισία, θεόκτιστος, θεοκτονία, θεόληπτος, θεοληψία, θεολογείο(ν), θεολογία, θεολογικός, θεολόγος, θεολογώ, θεομανής, θεομανία, θεομαχία, θεομάχος, θεομαχώ, θεομηνία, θεομητορικός, θεομήτωρ, θεομίσητος, θεόμορφος, θεοπαράδοτος, θεόπεμπτος, θεόπλαστος, θεοπνευστία, θεόπνευστος, θεοποίηση, θεοποιός, θεοποιώ, θεοπρεπής, θεοσέβεια, θεοσεβής, θεοσημ(ε)ία, θεοσοφία, θεόσοφος, θεοστυγής, θεοτόκος, θεουργία, θεουργικός, θεουργός, θεοφάνεια, θεοφιλής, θεόφοβος, θεοφόρητος, θεόφορος, θεοφόρος, θεοφύλακτος, θεοχάρακτος
αρχ.
θεοβλάβεια, θεοβλαβής, θεοβλαβώ, θεοβρότιον, θεοβρότιος, θεογαμία, θεογάμια, θεογέναιος, θεογενής, θεογεννής, θεόγληνος, θεόγλωσσος, θεόγνωστος, θεογονικός, θεόγονος, θεόγραπτος, θεοδαίμων, θεοδαίσια, θεοδέκτωρ, θεοδερκής, θεοδήλητος, θεοδινής, θεοδιφής, θεοδόνιον, θεοδοξία, θεοδοσία, θεοδόσιος, θεοδότιος, θεοείδεια, θεοεχθρία, θεοθρέμμων, θεόθρεπτος, θεόθυτος, θεοκλησία, θεόκλυτος, θεοκλυτώ, θεόκμητος, θεοκοίμητος, θεοκοίρανος, θεοκολεύω, θεοκόλος, θεοκολώ, θεοκορύφωτος, θεόκραντος, θεοκρατής, θεοκρηπίς, θεοκρίτης, θεόκριτος, θεόκτιτος, θεοκτόνος, θεοκυδής, θεοκύρωτος, θεολαμπής, θεολατρεία, θεοληπτικός, θεοληπτούμαι, θεολογία, θεολωβητής, θεομαντεία, θεομαντείον, θεόμαντις, θεομαντώ, θεομανώ, θεόμβρωτος, θεομήστωρ, θεόμητις, θεόμιμος, θεομισής, θεομισητία, θεομοιρία, θεόμοιρος, θεομόριος, θεόμορος, θεομυθία, θεομυσής, θεοξένια, θεοξενιασταί, θεοξένιος, θεοπαίγμων, θεόπαιστος, θεοπάρακτος, θεοπασχίται, θεοπέρατος, θεόπιστος, θεοπλανησία, θεοπλάστης, θεοπλαστώ, θεοπληγής, θεόπληκτος, θεοπληξία, θεόπλουτος, θεόπνους, θεοποιητικός, θεοποίητος, θεοποιία, θεοπόλος, θεοπολώ, θεόπομπος, θεοπόνητος, θεοπρέπεια, θεόπρεπτος, θεοπροπία, θεοπρόπιον, θεοπρόπος, θεοπροπώ, θεοπρόσπλοκος, θεοπρόσπολος, θεόπτυστος, θεόπυρος, θεόρρακτος, θεόρρευστος, θεορρήμων, θεόρρητος, θεόρρυτος, θεόσεπτος, θεοσέπτωρ, θεόσημος, θεοσοφώ, θεόσπορος, θεόσ(σ)υτος, θεόστασις, θεόστιβος, θεόστοργος, θεοστύγητος, θεοσύλης, θεοσυλία, θεόσυλος, θεοσύνδετος, θεοσύστατος, θεοσφαγία, θεόταυρος, θεοτειχής, θεοτέρατος, θεοτερπής, θεότευκτος, θεοτευχής, θεοτίμητος, θεότιμος, θεότρεπτος, θεοτρεφής, θεοτυπία, θεότυπος, θεούδεια, θεουδής, θεουργίασμα, θεοφάνια, θεόφαντος, θεοφάντωρ, θεόφατος, θεόφημος, θεοφήτης, θεόφθογγος, θεοφίλεια, θεοφίλητος, θεοφιλότης, θεοφόρησις, θεοφορία, θεοφορώ, θεοφραδής, θεοφράδμων, θεοφρονώ, θεοφροσύνη, θεόφρουρος, θεοφύλαξ, θεοφύτευτος, θεοφωνώ, θεόχαρις, θεοχολωσία, θεοχολωσύνη, θεοχόλωτος, θεόχρηστος, θεόχριστος
αρχ.-μσν.
θεογεννησία, θεόγλυπτος, θεόγραφος, θεοδόχος, θεοδρόμος, θεοείκελος, θεοκήρυξ, θεοκλύτησις, θεοκύμων, θεονύμφευτος, θεόνυμφος, θεόπαις, θεοπάροχος, θεοπάτωρ, θεοπείθεια, θεοπειθής, θεοπλήξ, θεοπλόκος, θεοπόθητος, θεοπρομήτωρ, θεοσεβώ, θεόσωμος, θεόσωστος, θεοΰφαντος, θεοφάνης, θεοφιλία, θεοφίλιον, θεόφιλος, θεόφοιτος, θεόφρων, θεοχαριτόμορφος, θεοχώρητος
μσν.
θεοβδέλυκτος, θεοβενθής, θεόβλυ(σ)τος, θεοβούλητος, θεόβουλος, θεοβρόντητος, θεόβρυτος, θεογεννήτωρ, θεογέραστος, θεογεώργητος, θεόγλυφος, θεόδευτος, θεοδηγήτως, θεόδουλος, θεοδοχία, θεοδρομία, θεόδροσος, θεοεπίλεκτος, θεόζευκτος, θεόζηλος, θεόθετος, θεοθυτώ, θεοϊστούργητος, θεοκήδευτος, θεοκηρύκτως, θεοκλεής, θεοκλητώ, θεοκλινής, θεοκλύτημα, θεοκόσμητος, θεοκρότητος, θεοκρυφής, θεόκταντος, θεόκτητος, θεόκτυπος, θεοκυήτωρ, θεολάξευτος, θεόλεκτος, θεομακάριστος, θεόμαρτυς, θεομεγάλυντος, θεομηνής, θεομητρικός, θεομιμησία, θεομίμητος, θεομορφία, θεομύητος, θεομυστίαι, θεοπαγής, θεοπάθεια, θεοπαράκλητος, θεοπασχία, θεοπατορία, θεοπλαστία, θεοποίκιλτος, θεοπότιστος, θεοπραγία, θεοπρόσδεκτος, θεοπροστάκτως, θεοπρότακτος, θεορρημοσύνη, θεοσέβαστος, θεοσήμαντος, θεοσήμειον, θεοσθενής, θεόσκιος, θεοσκόπος, θεόστολος, θεοσύλλεκτος, θεοσύμμαχος, θεοσύμφυτος, θεοσύνακτος, θεοσύναπτος, θεοσυνέργητος, θεοσυνεσία, θεοσύνετος, θεοσύνθετος, θεοσφράγιστος, θεότακτος, θεοτελής, θεοτήρητος, θεοτόκειος, θεοτρόφος, θεοτύπωτος, θεοϋπόστατος, θεοφαντορία, θεοφεγγής, θεόφθεγκτος, θεοφθεγξία, θεοφίλτατος, θεοφρούρητος, θεοφυτεύομαι, θεόφυτος, θεοχάριστος, θεοχαρίτωτος, θεοχολωτούμαι, θεοχρημάτιστος, θεοψάλτης, θεόψηφος
μσν.- νεοελλ.
θεοβάδιστος, θεοβάστακτος, θεοβράβευτος, θεοδημιούργητος, θεοδόμητος, θεοδόξαστος, θεοδρόμος, θεοδρομώ, θεοδύναμος, θεοζήτητος, θεοκυβέρνητος, θεοπρόβλητος, θεοσκέπαστος, θεοσκεπής, θεοτοκάριον, θεοτοκίον
νεοελλ.
θεόβρωμα, θεοβρωμίνη, θεοδικία, θεοδοσιανός, θεοδοσμένος, θεοκαλώ, θεοκαπηλεία, θεόκλειστος, θεόκουτος, θεόκουφος, θεοκράτης, θεοκρατικός, θεολάτρης, θεομονισμός, θεομπαίχτης, θεονήστικος, θεοπάλαβος, θεορίχνω, θεόριχτος, θεοσκόταδο, θεοσκότεινα, θεοσκότεινος, θεοσκοτωμένος, θεοσοφικός, θεοσοφισμός, θεοσοφιστής, θεόσταλτος, θεόστραβος, θεοτούμπης, θεότρελος, θεότυφλος, θεοφάνερος, θεοφιλανθρωπία, θεοφοβούμενος, θεόφτηνος, θεόφτωχος, θεοφώτιστος, θεόχτιστος, θεόψηλος. (Α' συνθετικό θεσ-) θεσπέσιος, θέσφατος
αρχ.
θέσκελος
μσν.
θεσπεσιότης. (Α' συνθετικό θευ-) αρχ. θευεργέσια, θευκολώ, θευμορία, θεύμορος, θευξένια, θευπροπία, θευφορία].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • θέο — θέω dhávate pres imperat mid 2nd sg (attic epic ionic) θέω dhávate imperf ind mid 2nd sg (attic epic ionic) τίθημι p aor imperat mid 2nd sg (epic doric ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ελλάδα - Θρησκεία — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΘΡΗΣΚΕΙΑ Το περιεχόμενο της θρησκείας που επικράτησε στον ελλαδικό χώρο κατά την Παλαιολιθική εποχή δεν είναι δυνατόν να προσδιοριστεί επακριβώς. Τα λιγοστά και δυσεξιχνίαστης σημασίας ευρήματα δεν βοηθούν προς την κατεύθυνση αυτή …   Dictionary of Greek

  • αμαρτία — Παραβίαση θρησκευτικού κανόνα, που συνεπάγεται ποινή ή εξιλέωση ιερού χαρακτήρα. Αυτή η αντίληψη για την α. μπορεί να περιλάβει είτε παραβιάσεις απαγορεύσεων και παραλείψεις στην άψογη εφαρμογή των θρησκευτικών τύπων, χωρίς κανενός είδους ηθικό… …   Dictionary of Greek

  • Αίγυπτος — I Κράτος της βορειοανατολικής Αφρικής και (σε μικρό μέρος) της δυτικής Ασίας.Συνορεύει στα Δ με τη Λιβύη, στα Ν με το Σουδάν και στα ΒΑ με το Ισραήλ, ενώ βρέχεται στα Β από τη Μεσόγειο θάλασσα και στα Α από την Ερυθρά θάλασσα.Η Α. (αλ… …   Dictionary of Greek

  • θεός — Το υπέρτατο ον. Κατά τη θρησκευτική σκέψη είναι αιώνιο, δημιουργός και συντηρητής, πρώτη αιτία, άπειρη και μυστηριώδης, όλων όσα υπάρχουν. Στον πρωτόγονο άνθρωπο, η ιδέα του Θ. διαμορφώθηκε σε σχέση με τις τεράστιες ανάγκες, τα εμπόδια και τους… …   Dictionary of Greek

  • λατρεία — Το αίσθημα που ωθεί τον άνθρωπο να αναγνωρίσει την ανωτερότητα ενός άλλου όντος και, κατά συνέπεια, τη δική του κατωτερότητα απέναντι στο ον αυτό, εκφραζόμενη μέσω του σεβασμού. Στο θρησκευτικό πεδίο, η λ. αποτελεί τη βάση κάθε θρησκείας, καθώς η …   Dictionary of Greek

  • προσευχή — Λόγια που απευθύνονται τελετουργικά σε υπερανθρώπινα όντα (θεότητες, πνεύματα, φετίχ, προγόνους κλπ.), είτε σε αυθόρμητη μορφή είτε επαναλαμβανόμενα κατά ένα σταθερό τύπο. Δεν είναι βέβαιο αν προηγήθηκε η αυθόρμητη ή η τυποποιημένη π. Από καθαρά… …   Dictionary of Greek

  • Ιράκ — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία του Ιράκ Έκταση: 437.072 τ. χλμ. Πληθυσμός: 24.001.816 (2002) Πρωτεύουσα: Βαγδάτη (4.478.000 κάτ. το 1995)Κράτος της νοτιοδυτικής Ασίας στη Μέση Ανατολή. Συνορεύει στα Β με την Τουρκία, στα Δ με τη Συρία και την… …   Dictionary of Greek

  • Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… …   Dictionary of Greek

  • Μουσείο, Αρχαιολογικό Δελφών — Το Μουσείο των Δελφών, που στεγάζει μία από τις πλουσιότερες συλλογές έργων της αρχαίας ελληνικής τέχνης, χτίστηκε την πρώτη δεκαετία του 20ού αι., από τη Γαλλική Αρχαιολογική Σχολή, με χρήματα του ελληνικού δημοσίου και την αρωγή του εθνικού… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”